- οἰκετεύεται
- οἰκετεύωinhabitpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οικετεύω — οἰκετεύω (Α) [οικέτης] 1. οικώ, κατοικώ 2. (κατά τον Ησύχ.) «οἰκετεύεται, συνοικεῑ» … Dictionary of Greek